Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γυρίζω στους δρόμους

  • 1 бродить

    бродить (ходить) περιφέ ρομαι \бродить по улицам γυρίζω στους δρόμους
    * * *
    ( ходить) περιφέρομαι

    броди́ть по у́лицам — γυρίζω στους δρόμους

    Русско-греческий словарь > бродить

  • 2 δρόμος

    ο
    1) дорога, путь;

    αμαξιτός (έτοιμος) δρόμος — проезжая (торная) дорога;

    δημόσιος δρόμος — шоссе;

    μακρυνός δρόμος — дальняя дорога;

    χάνω τον δρόμο — сбиться с пути;

    δεν έχει δρόμο από δω — здесь нет дороги;

    κάντε μου δρόμο! — дайте мне дорогу!;

    στο δρόμο — а) на моём пути; — б) по пути; — в пути;

    από πλάγιο δρόμο — окольным путём;

    δυό μέρες δρόμος από... — в двух днях пути от...;

    2) улица;

    ερημικός δρόμος — глухая улица;

    στο δρόμος — на улице;

    3) бег; пробег, забег;
    πλ. бега; гонки;

    μαραθώνιος δρόμος — марафонский бег;

    ανώμαλος δρόμος — кросс;

    δρόμος ϊππων — скачки;

    δρόμος αυτοκινήτων — автомобильные гонки;

    δρόμος πεντακοσίων μέτρων — бег на пятьсот метров;

    δρόμος μετ' εμποδίων — бег с препятствиями;

    4) скорость;
    5) рейс;

    έκαμα ένα σωρό δρόμους σήμερα — сегодня я много.ходил;

    τό λεωφορείο κάνει δέκα δρόμους την ημέρα — автобус делает десять рейсов в день;

    6) перен. ход, течение; оборот;

    θα ιδούμε τί δρόμο θα πάρει η υπόθεση — посмотрим, какой ход примет дело;

    7) астр. орбита;
    8) (одна) ноша; воз; ездка;

    έφερε δυό δρόμους άμμο — он привёз два воза песку;

    έφερε δυό δρόμους νερό — он два раза ходил за водой;

    § παίρνω δρόμο — пускаться в путь;

    παίρνω τούς δρόμους — бродить по улицам, дорогам (от отчаяния, горя);

    γυρίζω ( — или περιπλανώμαι) στούς δρόμους — а) бродить по улицам; — б) скитаться;

    δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει — он долго шёл, шёл он шёл (в сказках);

    η δουλειά πήρε το δρόμο της — работа вошла в свою колею;

    πήρε δρόμο η γλώσσα του — он дал волю своему языку;

    τραβώ το δρόμο μου — а) идти своей дорогой; — б) преуспевать;

    τράβα ( — или κόβε).δρόμο! — убирайся вон!;

    ακολουθώ τον δρόμο μου — идти своей дорогой;

    δός του δρόμο! — вперёд!, поторопись!;

    τοδ'δωσα δρόμο — я его прогнал;

    ανοίγω δρόμο — а) прокладывать путь; — б) строить дорогу;

    ανοίγω το δρόμο μου — пробивать себе дорогу;

    κόβω δρόμο — а) быстро бежать; — б) много ходить; — покрывать большое расстояние; — е) сокращать путь;

    να κόψουμε δρόμο δεξιά — а) свернём направо; — б) свернём направо и сократим путь;

    κόβω τον δρόμος σε κάποιον — преградить путь кому-л;

    μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице (без средств);

    αφήνω στούς (πέντε) δρόμους — покидать на произвол судьбы, оставлять без средств (детей, больных);

    πετώ ( — или ρίχνω) στον δρόμο — выбросить на улицу;

    κλείνω το δρόμο σε κάποιον — стать кому-л. поперёк дороги;

    πήρε τον κακό δρόμο — он пошёл по дурному пути;

    παιδί τού δρόμου — уличный мальчишка;

    γυναίκα τού δρόμου — уличная женщина;

    στη μέση τού δρόμου — или στο μισό δρόμο — на половине пути

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δρόμος

  • 3 улица

    у́лиц||а
    ж ἡ ὁδός, ὁ δρόμος:
    главная (центральная) \улица ὁ κύριος δρόμος (ή κεντρική ὁδός)· глухая \улица ὁ ἐρημικός δρόμος· броди́ть по \улицае γυρίζω (или περιπλα-νώμαι) στους δρόμους· на \улицае ἔξω (или στό δρόμο)· она живет на \улицае Горького μένει στήν ὀδό Γκόρκν ◊ оказаться (очутиться) на \улицае а) μένω ἄστεγος (без жилья), б) μένω στους πέντε δρόμους (без средств)· выбросить на \улицау πετῶ στό δρόμο· бу́дет и на нашей \улицае праздник θά γίνει καί στή γειτονιά μας πανηγύρι, θά γυρίσει ὁ τροχός.

    Русско-новогреческий словарь > улица

  • 4 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 5 таскать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. тащить.
    2. τραβώ, τινάζω (από τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.).
    3. φέρω μαζί μου•

    таскать письмо в кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη.

    εκφρ.
    таскать каштаны из огня – βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου).
    1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρνω•

    таскать по городу περιφέρομαι στην πόλη•

    таскать по улицам τριγυρνώ στους δρόμους.

    || περιπλανιέμαι.
    2. φέρω (κουβαλώ) μαζί μου.
    3. τραβιέμαι•

    таскать за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες.

    Большой русско-греческий словарь > таскать

См. также в других словарях:

  • περικωμάζω — Α περιέρχομαι τους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωμάζω «γυρίζω στους δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας»] …   Dictionary of Greek

  • αλανιαρίζω — [αλανιάρης] γυρίζω σαν αλάνι στους δρόμους, αλητεύω …   Dictionary of Greek

  • περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • τριγυρίζω — και τρογυρίζω και τριγυρνώ, άω, Ν 1. περπατώ γύρω γύρω, περιφέρομαι («ο φίλος τριγυρίζει στο σπίτι») 2. γυρίζω εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι («όλη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους») 3. περιβάλλω, περικυκλώνω («τριγύρισε το οικόπεδο με φράχτη») 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»